αφύω

αφύω
ἀφύω (Α)
γίνομαι λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφύω — ἀφύ̱ω , ἀπό ὕω rain pres subj act 1st sg ἀφύ̱ω , ἀπό ὕω rain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • εξαφύω — ἐξαφύω (Α) [αφύω] αντλώ (κρασί, νερό κ.λπ.) από δοχείο («οἶνον δὲ ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”